Ο Ερρίκο Μαλατέστα (Errico Malatesta, 14 Δεκεμβρίου 1853- 22 Ιουλίου 1932) ήταν Ιταλός αναρχικός. Μεγάλο μέρος της ζωής βρισκόταν σε εξορία από την πατρίδα του, την Ιταλία και συνολικά πέρασε πάνω από δέκα χρόνια στην φυλακή. Έγραψε και εξέδωσε ριζοσπαστικές εφημερίδες ενώ ήταν φίλος του Μιχαήλ Μπακούνιν.
Α.ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Τα πρώτα χρόνια
Ο Μαλατέστα γεννήθηκε στην Σάντα Μαρία Κάπουα Βέτερε, στην επαρχία της Καζέρτα στη Νότια Ιταλία. Η πρώτη από μια σειρά συλλήψεων ήρθε στα δεκατέσσερά του, όταν συνελήφθη επειδή με ένα γράμμα που έγραψε, παραπονέθηκε στο βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ Β΄ για την αδικία που επικρατούσε στην περιοχή.
Ο Μαλατέστα αρχικά σπούδαζε φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο της Νάπολης- ωστόσο, απεβλήθη το 1871 επειδή συμμετείχε σε διαδήλωση. Την ίδια χρονιά, εν μέρει από τον ενθουσιασμό του για την Παρισινή Κομμούνα και εν μέρει για την φιλία του με τον Carmel Palladino, συμμετείχε στην πολιτική ομάδα της Νάπολης για την Πρώτη Διεθνή, ενώ έγινε αυτοδίδακτος μηχανικός και ηλεκτρολόγος. Το 1872 συνάντησε το Μιχαήλ Μπακούνιν, μαζί με τον οποίο συμμετείχε στην Αναρχική Διεθνή του St. Imier. Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, ο Μαλατέστα προπαγάνδισε τις απόψεις της Διεθνούς στην Ιταλια και φυλακίστηκε δυο φορές για αυτές του τις δραστηριότητες.
Τον Απρίλιο του 1887, ο Μαλατέστα, ο Κάρλο Καφιέρo, o Ρώσος Στέπνιακ και περίπου 30 άλλοι ξεκίνησαν μια εξέγερση στην επαρχία Μπενεβέντο, παίρνοντας τα χωριά του Λέτινο και Γκάλλο αμαχητί. Οι επαναστάτες έκαψαν τα φορολογικά κατάστιχα και κήρυξαν το τέλος της βασιλικής κυριαρχίας, ενώ είχαν μεγάλη λαϊκή υποστήριξη αφού ακόμα και ένας παπάς της περιοχής έδειξε τη συμπαράστασή του. Όταν έφυγαν από το Γκάλλο, συνελήφθησαν από δυνάμεις της κυβέρνησης και κρατήθησαν για δεκαέξι μήνες πριν αποσυρθούν οι κατηγορίες. Οι ριζοσπάστες, έπειτα από μια σειρά επιθέσεων στην ιταλική βασιλική οικογένεια και στους υποστηριχτές της, βρισκόταν υπό συνεχή παρακολούθηση από την αστυνομία. Ο Μαλατέστα, με το να είναι υποστηριχτής της σοσιαλιστικής επανάστασης, τέθηκε υπό παρακολούθηση παρά το γεγονός ότι οι αναρχικοί υποστήριξαν ότι δεν είχαν καμιά σχέση με τις επιθέσεις. Μετά που γύρισε στη Νάπολη και λόγω αυτών των συνθηκών, αναγκάστηκε να φύγει από την Ιταλία για να επακολουθήσει μια μακρά περίοδος εξορίας.
Εξορία
Πήγε στην Αίγυπτο, όπου επισκέφτηκε κάποιους Ιταλούς φίλους αλλά σύντομα εκδιώχθηκε από τον Ιταλό πρόξενο. Επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο και αφού του αρνηθήκανε την είσοδο στη Συρία, στη Τουρκία και στην Ιταλία, αποβιβάστηκε στη Μασσαλία απ’ όπου και πήρε το δρόμο για τη Γενεύη της Ελβετίας –η οποία τότε ήταν κάτι σαν κέντρο αναρχικών. Εκεί έδρασε μαζί με τους Élisée Reclus και τον Πέτρο Κροπότκιν, βοηθώντας τον τελευταίο στην έκδοση του περιοδικού L’ Anarchia, ωστόσο σύντομα απελάθηκε και από την Ελβετία, και τελικά ταξίδεψε στο Λονδίνο το 1880, διαμέσου της Ρουμανίας, του Παρισιού και του Βελγίου.
Στο Λονδίνο ο Μαλατέστα εργάστηκε ως πωλητής παγωτού και ως μηχανικός, ενώ συμμετείχε το 1881 στη συνέλευση της Διεθνούς, που γέννησε την Αναρχική Διεθνή του St. Imier.
Πήγε να πολεμήσει τους Άγγλους αποικοκράτες στην Αίγυπτο το 1882 και μυστικά επέστρεψε στην Ιταλία τον επόμενο χρόνο. Στη Φλωρεντία ίδρυσε την εβδομαδιαία αναρχική εφημερίδα La Questione Sociale (Το Κοινωνικό Ζήτημα) στην οποία εμφανίστηκε η πιο δημοφιλής του μπροσούρα, Fra Contadini (Μεταξύ Αγροτών). Ο Μαλατέστα πήγε πίσω στην Νάπολη το 1884 – αφού εξέτισε μια ποινή τριών ετών- για να περιθάλψει τα θύματα της επιδημίας χολέρας. Για ακόμα μια φορά έφυγε από την Ιταλία για να γλυτώσει την φυλάκιση, και πήγε στην Νότια Αμερική. Έζησε στο Μπουένος Άιρες από το 1885, όπου συνέχισε την έκδοση της La Questione Sociale, αναμίχθηκε στην ίδρυση της πρώτης μαχητικής ένωσης εργατών στην Αργεντινή, την Ένωση Αρτοποιών, και διαμόρφωσε τον αναρχικό χαρακτήρα των εργατικών κινητοποιήσεων στη χώρα για τα επόμενα χρόνια.
Επιστρέφοντας στην Ευρώπη το 1889, εξέδωσε εφημερίδα που ονομαζόταν L’Associazione στη Νίκαια μέχρι που αναγκάστηκε να φύγει για Λονδίνο. Για τα επόμενα οχτώ χρόνια ο Μαλατέστα έδρασε στο Λονδίνο, αλλά έκανε κρυφά ταξίδια στο Παρίσι, την Ελβετία και την Ιταλία, ενώ έκανε μια περιοδεία διαλέξεων στην Ισπανία με τον Φερνάντο Ταρίντα ντελ Μαρμόλ. Αυτή την περίοδο έγραψε αρκετές σημαντικές μπροσούρες, συμπεριλαμβανομένης της L’Anarchia. Ο Μαλατέστα έπειτα πήρε μέρος στο Διεθνές Συνέδριο Αναρχικών στο Άμστερνταμ το 1907, όπου διαμάχησε έντονα με τον αναρχοσυνδικαλιστή Πιερ Μονά για τη σχέση ανάμεσα στον αναρχισμό και στον συνδικαλισμό (Αναρχοσυνδικαλισμός). Ο τελευταίος πίστευε ότι ο συνδικαλισμός ήταν επαναστατικός και θα μπορούσε να δημιουργήσει τις συνθήκες της κοινωνικής επανάστασης, ενώ ο Μαλατέστα θεωρούσε ότι δεν ήταν ικανός. Ο Μαλατέστα πίστευε ότι οι συνδικαλιστικές ενώσεις ήταν ρεφορμιστικές και μπορούσαν να γίνουν ακόμα και συντηρητικές. Μαζί με τον Κρίστιαν Κορνέλισσεν παρέθεσαν ως παράδειγμα τα εργατικά συνδικάτα των ΗΠΑ, όπου συνδικαλιστικές ενώσεις απαρτιζόμενες από τους ικανότερους εργάτες μερικές φορές αντιτίθεντο στους λιγότερο ικανούς, για να αμυνθούν την προνομιακή τους θέση. Το 1912, μια συκοφαντική κατηγορία είχε ως αποτέλεσμα τρίμηνη φυλάκιση, και παραπομπή προς απέλαση. Όμως δεν απελάθηκε, ως αποτέλεσμα της καμπάνιας από τον ριζοσπαστικό τύπο και των διαδηλώσεων εργατικών οργανώσεων.
Η επιστροφή και ο θάνατος
Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Μαλατέστα επέστρεψε οριστικά στην Ιταλία. Δυο χρόνια μετά τον γυρισμό του, το 1921, η ιταλική κυβέρνηση τον φυλάκισε ξανά, αν και αφέθηκε ελεύθερος δυο μήνες πριν οι φασίστες ανέβουν στην εξουσία. Από το 1924 μέχρι το 1926, όταν ο Μπενίτο Μουσολίνι φίμωσε όλα τα ανεξάρτητα μέσα, ο Μαλατέστα, παρόλο που δεχόταν απειλές και η δημοσιογραφία βρισκόταν υπό κυβερνητική λογοκρισία, δημοσίευσε το περιοδικό Pensiero e Volontà. Θα περνούσε τα εναπομείναντα χρόνια του έχοντας μια σχετικά ήρεμη ζωή, βγάζοντας τα προς το ζην ως ηλεκτρολόγος. Αφού υπέφερε αρκετά χρόνια από το αδύναμο αναπνευστικό του σύστημα, ανέπτυξε βρογχοπνευμονία από την οποία και πέθανε έπειτα από μερικές εβδομάδες. Πέθανε την Παρασκευή 22 Ιουλίου του 1932
Β. ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΙΣ
Ο Μαλατέστα ήταν ένας αναρχικός με αρχές — θα επέμενε πάντα στις αναρχικές του ιδέες όποια κι αν ήταν η κατάσταση. Πάντα απέρριπτε τα πολιτικά κόμματα και τις πολιτικές επαναστάσεις, προτιμώντας τις κοινωνικές επαναστάσεις. Ήταν καχύποπτος ακόμα και με τις επαναστατικές συνδικαλιστικές ομάδες τις οποίες υποστηρίζουν οι αναρχοσυνδικαλιστές.
Η συνεχής δουλειά του ως οργανωτής και ομιλητής ενσάρκωνε τα ιδανικά του για την ελεύθερη συνεργασία. Ο Μαλατέστα ήθελε να συμμετέχει ενεργά σε μια οργάνωση και να κάνει κάτι με τους ανθρώπους που την απαρτίζουν. Δεν είχε την νοοτροπία του να ανήκει σε μια ομάδα απλά για να ανήκει.
Σχετικά με τη βία
Ο Μαλατέστα πίστευε ότι η αναρχική επανάσταση θα ερχόταν σύντομα, και ότι η βία θα ήταν απαραίτητο συστατικό από την στιγμή που το κράτος βασιζόταν ολοκληρωτικά στο βίαιο εξαναγκασμό. Όπως έγραψε στο άρθρο του The Revolutionary “Haste”: Είναι λαχτάρα αλλά και στόχος μας, καθένας να μπορέσει να γίνει κοινωνικά συνειδητοποιημένος και μάχιμος· αλλά για να έχουμε αυτή την κατάληξη, είναι απαραίτητο να εφοδιαστούν όλοι με τα μέσα για ζωή και ανάπτυξη, και για αυτό είναι απαραίτητο να καταστραφεί με βία – από την στιγμή που δεν γίνεται διαφορετικά- η βία που αρνείται αυτά τα μέσα στους εργάτες. (Umanita Nova), Νούμερο 125, 6 Σεπτεμβρίου του 1921.
Ο Μαλατέστα, σύμφωνα με αυτή τη λογική, υποστήριζε τη βία ως απαραίτητο μέρος της χειραφέτησης της εργατικής τάξης.
Ο Ερρίκο Μαλατέστα και το αναρχικό κίνημα σήμερα
*Το κείμενο προέρχεται από μια συζήτηση στην κατάληψη της Ανάληψης με εισήγηση του σ. Π. Καλαμαρά
Ο Μαλατέστα υπήρξε ένας από τους βασικούς «ιδρυτικούς πατέρες» της αναρχίας μαζί με τους Προυντόν, Κροπότκιν, Μπακούνιν και ο πιο «συνεπής» αναρχικός ανάμεσά τους, όντας μέλος του αναρχικού κινήματος από μικρή ηλικία μέχρι και το τέλος της ζωής του το 1932. Έζησε όλη την πρώτη φάση ανάπτυξης του αναρχικού ρεύματος, από τη διάσπαση της Πρώτης Διεθνούς το 1872 και το συνέδριο του St. Imier μέχρι τη γιγάντωσή του, κυρίως στις Η.Π.Α και στη Νότια Αμερική στα τέλη του 19ου αι., την ανάπτυξή του στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία τη δεκαετία του 1910, αλλά και την εμπλοκή των αναρχικών στη ρωσική επανάσταση.
Η ζωή του ήταν ταραχώδης, γεμάτη από φυλακίσεις, εξορίες, ταξίδια καθώς και συμμετοχή σε μεγάλες επαναστατικές στιγμές όπως η Κόκκινη Εβδομάδα (Settimana Rosa) στην Ιταλία το 1914. Αρχικά, και με σύγχρονους όρους, θα τον λέγαμε εξεγερσιακό αναρχικό, πολύ κοντά στις ιδέες του Μπακούνιν, κάτι που φαίνεται και από τη συμμετοχή του στη συμμορία Ματέζε (La Banda del Matese), η οποία to 1877 κήρυξε «πραξικοπηματικά» τον ελευθεριακό κομμουνισμό στην ιταλική επαρχία Benevento. Αργότερα εγκατέλειψε αυτές τις απόψεις και πρακτικές.
Ι. Για την επανάσταση
Γύρω από το ζήτημα της επανάστασης, που τότε έμπαινε με πολύ πιο πραγματικούς όρους στο αναρχικό κίνημα, ο Μαλατέστα υποστηρίζει ότι η αυτή είναι αναπόφευκτη. Αναλυτικότερα: Αν θέλουμε να αλλάξουμε την υπάρχουσα εκμεταλλευτική εξουσιαστική κοινωνία δεν υπάρχει άλλος τρόπος από μία βίαιη επανάσταση, διότι ποτέ στην ιστορία οι κρατούντες δεν εγκατέλειψαν την εξουσία με ειρηνικό τρόπο. Θεωρεί, δε, ως επανάσταση, την πράξη ή την στιγμή στην οποία γίνεται μια ριζική ρήξη με την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων. Υπάρχει μια ολόκληρη και πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση σχετικά με το ζήτημα επανάσταση ή μεταρρύθμιση (όπως και για το συναφές θέμα δημοκρατία ή αναρχία) στις αρχές του 20ου αιώνα ανάμεσα στον Μαλατέστα και τον γνωστό δικηγόρο Fransesco Saverio Merlino, που αρχικά ήταν αναρχικός και στη συνέχεια έγινε σοσιαλιστής. Ο Merlino θεωρεί πως η επανάσταση μπορεί να γίνει μέσω ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων χωρίς την καταφυγή σε μια επανάσταση, ενώ ο Μαλατέστα τον αντικρούει ρητά.
Στο ερώτημα «Πώς γίνεται η επανάσταση; Από ποιους και για ποιους;», ο Μαλατέστα απαντά κάπως αντιφατικά. Από τη μια είναι μπακουνικός και θεωρεί ότι μια μικρή ομάδα αποφασισμένων ανθρώπων θα διαβλέψουν τη σωστή στιγμή που μπορεί να πραγματοποιηθεί, θα αρπάξουν την ευκαιρία και θα την πραγματοποιήσουν. Από την άλλη, θεωρεί ότι δεν μπορεί να είναι έργο μόνο κάποιων συγκεκριμένων, ενός κόμματος, μιας κοινωνικής τάξης (π.χ της εργατικής) ή των αναρχικών αλλά θα είναι έργο όλων όσων αρνούνται το υπάρχον και θα έχει ως βασικό σκοπό της την ελευθερία (από κοινού με την ισότητα), την οποία θα επιδιώκει συνεχώς, αίροντας ταυτοχρόνως όλες τις ανισότητες (πολιτικές, οικονομικές κ.λπ.). Εάν δεν πληρείται αυτό το κριτήριο, το πολύ που μπορεί να γίνει είναι μια δικτατορία, έστω και αυτής της πρώτης μικρής ομάδας που έκανε την επανάσταση και είναι σαφές πως θα πρόκειται για κάτι τελείως διαφορετικό από την κοινωνία που οραματίζονται οι αναρχικοί. Αυτή η θέση είναι πολύ σημαντική και είναι μέσω αυτής που έρχεται σε πλήρη ρήξη με το μπολσεβίκικο μοντέλο κατάκτησης της εξουσίας, διαβλέποντας αυτό που επρόκειτο να συμβεί τελικά στη Σοβιετική Ένωση.
Στο επόμενο ερώτημα που τίθεται: «Τι θα γίνει μετά την επανάσταση; Πώς θα εδραιωθεί μια κοινωνία ίσων και αδελφωμένων ανθρώπων;» ο Μαλατέστα θεωρεί ότι η επανάσταση (στιγμή της ρήξης) αποτελεί το πρώτο στάδιο, ακολουθούμενο από ένα δεύτερο, στο οποίο έρχεται η στιγμή, ελεύθεροι πια από τους δυνάστες, να φτιάξουμε τη δική μας κοινωνία. Συγκεκριμένα έχει μια άποψη για την πολιτική που, στα ιταλικά, ονομάζεται gradualismo (από το graduale: βαθμιαίος, σταδιακός). Στην περιπτωσή μας, σημαίνει ότι ναι μεν κάνουμε την επανάσταση αλλά δεν βιαζόμαστε να την ολοκληρώσουμε. Συνεχίζουμε με στάδια τα οποία προϋποθέτουν να μην κάνουμε πίσω στις αρχές μας αλλά να πείθουμε και άλλους ανθρώπους πως η λογική και οι πρακτικές μας είναι οι πλέον αποτελεσματικοί τρόποι για να πραγματοποιήσουμε την ατομική και συλλογική αλλαγή της καθημερινής ζωής. Έτσι, κάνει μία διάκριση ανάμεσα σε αναρχισμό και αναρχία. Ο αναρχισμός είναι η μέθοδος για να φτάσουμε σε αυτό που επιθυμούμε ενώ η αναρχία είναι το κοινωνικό σύστημα στο οποίο θα ζήσουμε. Αυτό δεν μπορεί να είναι κάτι το οριστικό ούτε μια ολοκληρωμένη ουτοπία, σε αντίθεση με διάφορα σοσιαλιστικά-μαρξιστικά σχήματα. Θα είναι μία κατάσταση σε διαρκή εξέλιξη και πορεία.
Αναφορικά με το οικονομικό μοντέλο που θα μπορούσε να ακολουθηθεί, από τα διαθέσιμα προτεινόμενα, από την ακραία πτέρυγα του σοσιαλισμού ως την αναρχία (π.χ κολλεκτιβιστικό. κομμουνιστικό, αναρχοκομμουνιστικό, συνεργατικό) υποστηρίζει πως αυτά θα πρέπει να συνυπάρξουν. Η επιβολή «από τα πάνω» ενός, έναντι των υπόλοιπων, όπως έγινε στη Ρωσία με την κολλεκτιβοποίηση, θα είναι πρακτική άρνηση της αναρχίας. Καταλήγει στο συμπέρασμα πως θα ήταν καλύτερο να ηττηθούμε από το να εφαρμόσουμε τις ιδέες μας με δικτατορικό τρόπο. Στην δεύτερη περίπτωση, θα καταδικάσουμε τις ιδέες μας όχι, μόνο, σε μία συγκυριακή ήττα αλλά θα τις καταστήσουμε σε τέτοιο βαθμό ανενεργές που κανείς δεν θα τις χρησιμοποιήσει στο μέλλον.
ΙΙ. Για τη ρωσική και ισπανική επανάσταση
Η κριτική του Μαλατέστα στη ρωσική επανάσταση είναι σαφής. Ήδη από το 1918 γράφει πως στη Ρωσία δεν γίνεται κάτι που μπορεί να μας εμπεριέχει και τα πράγματα δεν ακολουθούν την κατεύθυνση που θα θέλαμε. Είναι γεγονός ότι η επανάσταση αυτή, κυρίως τον Φλεβάρη του 1917, και όχι στο πραξικόπημα των μπολσεβίκων στις 26 Οκτώβρη 1917, δεν ήταν έργο μόνο των τελευταίων, που ανήκαν σαφώς στη μειοψηφία, αλλά σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι αναρχικοί και οι σοσιαλεπαναστάτες (εσέροι). Αρχικά, γι’ αυτόν τον λόγο, ο ίδιος ο Λένιν ήταν υποκριτικά φίλα προσκείμενος στους αναρχικούς, και μάλιστα στο «Κράτος και Επανάσταση» εξυμνεί την υποκειμενικότητα, τον βολονταρισμό κ.λπ. Ο Μalatesta δηλώνει, ήδη από το 1918, ότι θα υπάρξουν μεγάλα προβλήματα για τους αναρχικούς στη Ρωσία, μερικοί από τους οποίους, μάλιστα, είχαν προσχωρήσει στο μπολσεβίκικο κόμμα. Πράγματι, από τις αρχές της επανάστασης, και μάλιστα με την καθοδήγηση του ίδιου του Λένιν, δημιουργήθηκε η πρώτη μυστική αστυνομία, η Τσεκά (στα ρωσικά: чрезвычайная комиссия), με επικεφαλής τον Felix Dzerzhinsky, η οποία σταδιακά εξόντωσε τους αναρχικούς, τους σοσιαλεπαναστάτες, ακόμη και την εργατική αντιπολίτευση εντός του ίδιου του κόμματος των μπολσεβίκων.
Ο Μαλατέστα δικαιώθηκε από τη γνωστή ιστορία με τον Μάχνο και την Μαχνοβτσίνα στην Ουκρανία, όπως και με την καταστολή της εξέγερσης της Κροστάνδης το 1921, που υπήρξε και η ταφόπλακα κάθε έννοιας αντιπολίτευσης στην Ρωσία. Ο Μαλατέστα ήταν πολύ καλος φίλος με τον Ιταλό αναρχοσυνδικαλιστή Luigi Fabbri, ιδρυτικό μελος της USI, ο οποίος πήγε στη Ρωσία τα χρόνια της επανάστασης και έγραψε ένα βιβλίο για το τι γινόταν εκεί. Ο Fabbri θεωρεί πως πρόκειται για κάτι το ολέθριο και καταστροφικό για την ίδια την επανάσταση, και πιο συγκεκριμένα πως εκεί βιώνεται η δικτατορία ενός κομματικού μηχανισμού και σαφώς όχι κάποια έννοια μιας δικτατορίας του προλεταριάτου (καθώς βλέπουμε να έχει εγκαθιδρυθεί μια δικτατορία επί του προλεταριάτου). Η δικτατορία του προλεταριάτου η οποία, υποτίθεται ότι στοχεύει, σύμφωνα με την ίδια τη μαρξική ιδέα, στην τελική εξάλειψη του κράτους, κατέληξε να αποτελεί το όργανο στα χέρια ενός κόμματος προκειμένου να επιβάλλει βιαίως αυτό που θεωρεί σωστό, όπως ακριβώς δηλαδή έκαναν και οι προηγούμενοι κυρίαρχοι (και μάλιστα με έναν ακόμη πιο ωμό και «επιστημονικό» τρόπο).
Ο Μαλατέστα συμφωνεί με αυτή τη θέση και γράφει, με αφορμή τον θάνατο του Λένιν, στο περιοδικό «Pensiero y Volonta», την 1η Φεβρουαρίου του 1924, το κείμενο «Πένθος ή Γιορτή;», απόσπασμα του οποίου είναι το παρακάτω σε ελεύθερη μετάφραση:
«Μπορούμε να έχουμε κάποιου είδους αναγκαστικό σεβασμό γι αυτόν (τον Λένιν), όπως δείχνουν τα πλήθη απέναντι στους ισχυρούς άνδρες, ακόμη κι αν αυτοί έχουν αποδειχθεί όχι και τόσο σύμφωνοι με τις επιθυμίες τους, καμιά φορά μάλιστα μπορεί να τους έχουν κάνει και κακό, οι οποίοι ωστόσο κατάφεραν να αφήσουν στην ιστορία ένα βαθύ ίχνος από το πέρασμά τους. Τέτοιοι άνθρωποι ήταν ο Αλέξανδρος, ο Ιούλιος Καίσαρ, ο Λογιόλα, ο Κρόμγουελ, ο Ροβεσπιέρος, ο Ναπολέων. Αλλά αυτός, παρ’ ότι μπορεί να είχε τις καλύτερες προθέσεις, ήταν ένας τύραννος, ήταν ο στραγγαλιστής της Ρώσικης Επανάστασης, και γι’ αυτό αφού δεν μπορούσαμε να τον αγαπήσουμε ζωντανό, δεν μπορούμε να τον κλάψουμε και πεθαμένο. Ο Λένιν είναι νεκρός, Ζήτω η ελευθερία!».
Σχετικά με την ισπανική επανάσταση εκφράστηκε από τον εισηγητή η άποψη ότι η επιλογή των αναρχικών να βρεθούν ακόμα και σε κυβερνητικά πόστα επιβεβαίωσε, σε έναν βαθμό, τις ιδέες του Μαλατέστα σχετικά με το επαναστατικό υποκείμενο (που δεν μπορεί να είναι μόνο οι αναρχικοί) και το πώς μπορεί να επιτευχθούν οι στόχοι μιας επανάστασης μέσα από την ευρύτερη συμμαχία των ριζοσπαστικών δυνάμεων, κι αυτό για τους εξής λόγους: πρώτον, οι αναρχικοί στην Ισπανία δεν ήταν οι μόνοι που είχαν ισχυρές δυνάμεις, αλλά δεν ήταν και η πλειοψηφία στο ριζοσπαστικό στρατόπεδο. Επιπλέον, όπως πολύ καλά αναπτύσσεται από τον σ. Claudio Venza στο βιβλίο του «Αναρχία και πολιτική εξουσία στον Ισπανικό Εμφύλιο», οι αναρχικοί είχαν πολύ συγκεκριμένα «τεχνικά» προβλήματα. Δηλαδή, παρά τη φοβερή μαχητικότητά τους, στις απεργίες και στον δρόμο, γενικότερα, ήταν, στην πλειοψηφία τους, προλετάριοι αγράμματοι και ανειδίκευτοι και, συνεπώς, δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν πλήρως σε καθήκοντα που αφορούν την κοινωνική-οικονομική οργάνωση (είχαν μεγάλες ελλείψεις σε μηχανικούς, λογιστές κ.λπ.), κάτι που δεν συνέβαινε κυρίως με το σοσιαλιστικό κόμμα. Τέλος, αναπτύχθηκε από τον εισηγητή και ένας ευρύτερος προβληματισμός σχετικά με το γεγονός ότι η ήττα των αναρχικών στην Ισπανία μπορεί να οφείλεται στο ότι δεν είχαν σκεφτεί αρκετά και σε βάθος πάνω στο πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας και την πλήρη της κατάργηση (και απουσία) της στη μελλοντική κοινωνία της ισότητας και της ελευθερίας.
ΙΙΙ. Θεωρία και πράξη και το πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας
Από τα παραπάνω προέκυψαν τα εξής ζητήματα, που αντανακλώνται και στο σήμερα. Το πρώτο αφορά στο αν και πώς γίνονται όλα αυτά που οραματίζονται οι αναρχικοί στην πράξη. Κατά πόσο, δηλαδή, το ιδεώδες της άμεσης συνάφειας μέσων και σκοπών μπορεί να εφαρμοστεί σε μεγάλη κλίμακα, στο πλαίσιο της σημερινής μαζικής κοινωνίας. Με άλλα λόγια, πώς μπορούν τα ελευθεριακά μορφώματα να επιβιώσουν μη δεχόμενα το δόγμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», μη ερχόμενα συνεπώς σε αντίφαση με αυτά που πρεσβεύουν; Πώς θα καταφέρουν κάποιοι να πείσουν αυτούς που δεν είναι πεισμένοι και πώς αυτοί που είναι πεισμένοι δεν θα θεωρήσουν ότι έχουν κάποιο «δικαίωμα» παραπάνω από τους υπόλοιπους;
Ιστορικά δεν έχει συμβεί ποτέ μια τέτοιου είδους επανάσταση. Τέτοια προβλήματα αντιφάσεων αντιμετωπίζουμε ακόμα, σε μικροκλίμακα, λίγο πολύ και εντός των δικών μας συλλογικοτήτων, όπως για παράδειγμα με τις άτυπες ιεραρχίες (άνιση κατανομή του λόγου, έμφυλες διακρίσεις κ.λπ.). Συνεπάγεται ότι θα πρέπει να δομήσουμε συλλογικά κάποιες δικλείδες ασφαλείας, γιατί αλλιώς μπορεί να βρεθούμε μπροστά σε κάθε είδους ολοκληρωτισμούς.
Το δεύτερο ζήτημα που αναδείχθηκε αφορά την πολιτική εξουσία. Οι αναρχικοί, ήδη από το συνέδριο του St. Imier το 1872, υποστήριζαν ότι κύριος στόχος του κινήματος είναι η καταστροφή κάθε πολιτικής εξουσίας. Τι ορίζουμε όμως τελικά ως πολιτική εξουσία; Υπάρχει δυνατότητα οργάνωσης της κοινωνίας χωρίς καμία μορφή εξουσίας; Η ελληνική γλώσσα είναι κάπως φτωχή στις φιλοσοφικές πολιτικές έννοιες. Έτσι, όταν μιλάμε για «εξουσία», εννοούμε, συνήθως, κάτι το δυναστικό, με αυτή την έννοια να είναι σχεδόν πάντα αρνητικά φορτισμένη. Στις λατινογενείς γλώσσες, αντίθετα, ξεκινώντας από το ρωμαϊκό δίκαιο, το οποίο έθεσε για πρώτη φορά τα ζητήματα με τα οποία καταπιάστηκαν οι μεγάλοι επαναστάτες όπως ο Μάρξ, ο Μπακούνιν κ.λπ., η «εξουσία» ονομάζεται «potere» που σημαίνει δύναμαι, δηλαδή έχω τη δύναμη ή αλλιώς μπορώ να κάνω κάτι. Ενώ για την καταπιεστική εξουσία χρησιμοποιείται ο όρος όρο «dominio», που σημαίνει κυριαρχία και έχει σαφώς αρνητική χροιά. Υπάρχει, τέλος, η έννοια της «autorita», που μπορεί να μεταφραστεί ως υπέρτατη εξουσία, αυθεντία ή αυταρχία και σημαίνει τη μία και μοναδική αρχή που αποφασίζει. Οι αναρχικοί μάλιστα, την εποχή του σχίσματος της Πρώτης Διεθνούς, δηλώνουν Antiautoritari Socialisti δηλαδή αντι-αυταρχικοί σοσιαλιστές.
Θα πρέπει να διερωτηθούμε εδώ για την χρήση του όρου αντιεξουσία στα ελληνικά, που δηλώνει μόνο άρνηση και όχι ταυτότητα, και γι’ αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί και από αντιδραστικά μορφώματα. Στα ιταλικά υπάρχει μεν η έννοια της «contro-potere», της αντι-δύναμης, αλλά σημαίνει κυρίως τη δική μας δύναμη (των εκμεταλλευόμενων, των κυριαρχούμενων) ενάντια στην κατεστημένη εξουσία. Κάτι που, στο σύγχρονο κινηματικό λεξιλόγιο, παραπέμπει στο λενινιστικό μοντέλο, που πρεσβεύει ότι πριν την επανάσταση, όταν υφιστάμεθα τη διαρκή εξουσία του καπιταλιστικού συστήματος, πρέπει και έχουμε την δύναμη να οργανωθούμε ενάντιά της, φτιάχνοντας την δική μας «εξουσία» (συνδικάτα, ένοπλες οργανώσεις, ενώσεις γυναικών κ.λπ.). Μιλάμε, δηλαδή, για έναν τύπο δυαδικής εξουσίας. Έτσι, τα ερωτήματα μπορούν τελικά να τεθούν ως εξής: Μπορεί να υπάρξει κοινωνία χωρίς «εξουσία» με την έννοια της κυριαρχίας; Εμείς λέμε ότι μπορεί. Μπορεί όμως να υπάρξει κοινωνία χωρίς «εξουσία», με την έννοια της δύναμης, της δυνατότητας επιβολής μιας απόφασης; Πρόκειται για ένα εμμενές πρόβλημα των κοινωνιών, που θα πρέπει να μας απασχολήσει, ακριβώς αντλώντας και συμπεράσματα από τη στάση των αναρχικών και τα προβλήματα που αντιμετώπισαν στην ισπανική επανάσταση.
Τέλος τέθηκε το ζήτημα του εγχώριου αναρχικού κινήματος και αναπτύχθηκε ένας προβληματισμός σχετικά με την αναδυόμενη συμπάθεια κάποιων τμημάτων του αναρχικού χώρου προς τη λενινιστική- μπολσεβίκικη επαναστατική μέθοδο, με ιδιαίτερη αναφορά στη δράση του ΚΚΕ τη δεκαετία του 1940. Είναι δυνατόν να συνυπάρξει μια τέτοια αντίληψη και πρακτική με τα αναρχικά προτάγματα; Αλλά και τι έχει παραγάγει αυτή η μέθοδος ιστορικά; Zούμε σε μια εποχή μάλλον κοινωνικής νηνεμίας, αλλά τι θα σήμαιναν αυτά για περιόδους που παίζονται μεγαλύτερα στοιχήματα;
Ακολούθησε συζήτηση.
Αναφορές
Ερρίκο Μαλατέστα, “Δημοκρατία, φασισμός, αναρχία”, εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα
Τζιαμπέτρο “Νίκο” Μπέρτι, “Μαρξισμός και Αναρχισμός”, εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα
Errico Malatesta, “Buon senso e utopia”, edizioni Eleuthera
Claudio Venza, “Anarchia e potere nella guerra civile spagnola”, edizioni Eleuthera
Lamberto Borghi, “Dittatura e rivoluzione”, Ανκόνα 1921
Η «ΣΥΜΜΟΡΙΑ MATESE»
Η «προπαγάνδα με την πράξη» στην Ιταλία του 19ου αιώνα
Η ιστορία του Ιταλικού Αναρχισμού στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, περίοδος σχηματισμού του σαν οργανωμένο κίνημα ανθρώπων και ιδεών, είναι και η ιστορία μιας ολόκληρης σειράς από απόπειρες εξεγέρσεων (ή συνωμοσιών όπως αποκαλούνταν). Αυτές τις εκμεταλλεύθηκε η κυβέρνηση για να δικαιολογήσει τη σύνηθη εικόνα του αναρχικού σαν ληστή και παλιανθρώπου, αλλά την ίδια στιγμή συνέβαλαν σημαντικά, με τη λαϊκή αποδοχή που είχαν, στην κατανόηση και εξάπλωση των ελευθεριακών ιδεών.
Αυτές οι προσπάθειες ήταν αποτυχημένες, και πρέπει να δεχτούμε ότι αυτό συνήθως οφείλεται στην ερασιτεχνική προσέγγισή τους. Αλλά θα ήταν άδικο να κατηγορήσουμε τους ανθρώπους που εμπλέκονται. Το λάθος πιο πολύ σχετίζεται με την εποχή τους. Η πίστη τους στην εξέγερση ως μέσο κοινωνικής ανανέωσης, και ο οπτιμισμός ότι μια δράκα γενναίων ανδρών θα ήταν αρκετή να αλλάξει την πορεία των γεγονότων, ήταν χαρακτηριστικές για την αντίληψη περί γενικής προόδου που υπήρχε το 19ο αιώνα και ειδικά του Risorgimento (το όνομα δόθηκε στο εθνικό απελευθερωτικό κίνημα από την Αυστριακή κυριαρχία).
Οι αναρχικοί σίγουρα δεν ήταν οι μόνοι που ξεκίνησαν αυτές τις συνωμοσίες. Πριν απ’ αυτούς υπήρξαν οι Carbonari, οι Mazziniani, και άλλοι, από τον Ciro Menotti ως το Garibaldi, στους οποίους οι επίσημοι ιστορικοί ένιωσαν υποχρέωση να φερθούν με πολύ μεγαλύτερο σεβασμό απ’ ότι στους Καφιέρο, Μπακούνιν ή Μαλατέστα. Πάντως, σε αντίθεση με τους πιο διάσημους σύγχρονούς τους, οι αναρχικοί δεν είχαν ποτέ πρόθεση να πάρουν την εξουσία και να επιβάλουν ένα νέο στάτους κβο με τη χρήση όπλων. Με μεγαλύτερη τιμιότητα σκόπευαν απλά να υλοποιήσουν παραδειγματικές πράξεις για να ξυπνήσουν τη συνείδηση των καταπιεσμένων μαζών. Αυτό σήμαινε η προπαγάνδα με την πράξη.
Στο συνέδιο της Διεθνούς στη Βέρνη, οι Καφιέρο και Μαλατέστα δήλωσαν: η ιταλική ομοσπονδία πιστεύει ότι η ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ, που γίνεται για να επιβεβαιώσει τις αρχές του σοσιαλισμού με ΠΡΑΞΕΙΣ, είναι το πιο αποτελεσματικό μέσο προπαγάνδας, και το μόνο που, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΞΑΠΑΤΑ ΚΑΙ ΝΑ ΔΙΑΦΘΕΙΡΕΙ ΤΙΣ ΜΑΖΕΣ, μπορεί να διεισδύσει στα βαθύτερα επίπεδα της κοινωνίας…
Σε μια Ιταλία που είναι απασχολημένη με τον εορτασμό της ένωσης, που απλά σήμανε την αλλαγή των εκμεταλλευτών της εργατικής τάξης, οι αναρχικοί μόνοι τους ενθάρρυναν τους καταπιεσμένους να χτίσουν το μέλλον τους οι ίδιοι. Μια από τις πιο σημαντικές απόπειρες εξέγερσης από την πλευρά της προπαγάνδας του σχεδιασμού και του αποτελέσματος, ήταν αυτή που έγινε το 1877 στην περιοχή Matese από μέλη της Ιταλικής Ομοσπονδίας της Διεθνούς, αναφερόμενης εφεξής και ως συμμορία Matese. Περιελάμβανε πολλούς άνδρες που αντιπροσώπευαν καλύτερα τον Ιταλικό Αναρχισμό εκείνη την περίοδο, ειδικά τον Κάρλο Καφιέρο και τον Ερίκο Μαλατέστα. Η περιοχή δεν διαλέχτηκε τυχαία. Ήταν δύσκολη να προσπελαστεί, γεμάτη βουνά, αραιο-κατοικημένη, ένα ιδανικό έδαφος για αντάρτικο πόλεμο. Ήταν εύκολο να προσεγγίσουν τα κέντρα του πληθυσμού και να αποσυρθούν μετά στην ασφάλεια των κρυψώνων σε απομονωμένες φάρμες. Εξυπηρετούσε επίσης και την πρόθεση που είχαν να είναι σε επαφή με τους αγρότες, ειδικά αυτούς στο νότο, μιας και αποτελούσαν το φυσικό έδαφος για τη διασπορά των ιδεών της αναρχικής κοινωνικής επανάστασης, ενώ η κυρίαρχη τάξη τους θεωρούσε απλά αντικείμενα εκμετάλλευσης.
Στις 3 Απριλίου 1877 ο Κάρλο Καφιέρο έφτασε στο Matese με κάποιους φίλους του. Χρησιμοποιώντας τη μεταμφίεσή του (οι μάρτυρες αργότερα τον αποκαλούσαν λόρδο), μπόρεσε να παρουσιαστεί σαν Εγγλέζος τζέντλεμαν που, μαζί με τους μπόλικους υπηρέτες του, έψαχναν ένα ήσυχο μέρος να μείνουν. Μ’ αυτή την κάλυψη νοίκιασε ένα σπίτι στο μικρό χωριό San Lupo, που βρισκόταν μιάμιση ώρα με την άμαξα μακριά από το Solopaca, στο δρόμο Νάπολη-Μπενεβέντο-Φόγκια. Το σπίτι ονομαζόταν Ταβέρνα Τζακομπέλι. Ήταν μεγάλο, απομονωμένο και είχε και μια πισινή έξοδο που οδηγούσε μέσα στο δάσος. Εδώ έκαναν τα σχέδια και ετοίμασαν το πεδίο ώστε να συγκεντρωθούν όλα τα όπλα, πυρομαχικά, τσάντες, μπουκάλια νερού κτλ. και ο εξοπλισμός που χρειαζόταν για αντάρτικες επιχειρήσεις.
Οι αναρχικοί είχαν προετοιμάσει τα πράγματα προσεκτικά, και επεδείκνυναν τη συνήθη προσοχή. Όμως, λόγω της προδοσίας κάποιου ατόμου, του Salvatore Farina, ο υπουργός εσωτερικών, Nicotera, ήξερε όλα τα σχέδιά τους πολύ πριν την άφιξη του Καφιέρο στο Σ. Λούπο. Αλλά δεν έκανε καμία κίνηση και τους είχε υπό παρακολούθηση. Ο σκοπός ήταν καθαρά να τους παγιδεύσει την κατάλληλη στιγμή και να πάρει πολιτική αξία απ’ όλη την υπόθεση. Οι κυβερνήσεις και οι θεσμοί αλλάζουν, αλλά η νοοτροπία των Υπουργών Εσωτερικών πάντα μένει η ίδια. Αλλά αυτή η τακτική τού βλέποντας και κάνοντας δεν ήταν επιτυχής, είτε λόγω των ικανοτήτων των αναρχικών, είτε λόγω της ελευθερίας των κινήσεων που είχαν ώστε να μην υποψιαστούν κάτι. Έτσι, μπόρεσαν να συγκεντρώσουν τους άνδρες και τον εξοπλισμό που χρειάζονταν στην Ταβέρνα Τζακομπέλι, πριν η τοπική αστυνομία καταλάβει πλήρως τι γινόταν.
Μια μεγάλη ομάδα υπηρετών έφτασε στο σπίτι του Εγγλέζου στις 4 Απριλίου, με διάφορα κουτιά με διακοσμητικά και είδη οικιακής χρήσης. Οι προετοιμασίες για την εξέγερση συνεχίστηκαν όλη μέρα, χωρίς ενόχληση. Αλλά καθώς σουρούπωνε, ο τοπικός διοικητής των καραμπινιέρων υποψιάστηκε τις δραστηριότητες στην ταβέρνα Τζακομπέλι, και αποφάσισε να στείλει μια αναγνωριστική περίπολο. Η περίπολος κράτησε απόσταση στην αρχή, αλλά μετά πλησίασε το σπίτι όταν είδε κάποια συνθηματικά σινιάλα με φακούς. Ήταν μια κίνηση αντάξια της παροιμιώδους ευφυίας των καραμπινιέρων, αφού μόλις πλησίασαν έπεσαν πάνω στην ομάδα των διεθνιστών στο δάσος πίσω από το σπίτι, που άνοιξαν πυρ. Τα πυρά ήταν έντονα επειδή μέσα στο σκοτάδι οι αναρχικοί δεν ήξεραν με πόσους ήταν αντιμέτωποι. Δύο από τους καραμπινιέρους τραυματίστηκαν, και όπως θα δούμε, ένας πέθανε μέρες αργότερα λόγω του ότι το τραύμα του μολύνθηκε. Είναι ένα γεγονός που είχε μεγάλη σημασία στη δίκη που ακολούθησε την εξέγερση. Αλλά ήταν η μόνη απώλεια της όλης υπόθεσης. Στο άκουσμα των πυροβολισμών, άλλοι καραμπινιέροι που βρίσκονταν στη γειτονιά έσπευσαν στο σημείο, αλλά δε μπόρεσαν να κάνουν κάτι παρά να διαπιστώσουν ότι οι εξεγερμένοι είχαν φύγει. Οι αναρχικοί ετοιμάστηκαν γρήγορα και πήραν το δρόμο που οδηγεί στα βουνά, παρόλο που πολλοί σύντροφοι δεν είχαν φτάσει ακόμα, γεγονός που μείωσε τον αριθμό τους. Η επιχείρηση Matese καλώς ή κακώς ήταν σε εξέλιξη, αν και άσχημη εξέλιξη, αφού αρκετοί σύντροφοι που έφτασαν μετά συνελήφθησαν στο Solopaca και στο διπλανό Pontelandolfo, και αυτοί που είχαν διαφύγει μπόρεσαν να πάρουν μόνο ένα μικρό μέρος του εξοπλισμού. Δεν είχαν τρόφιμα, και πάνω απ’ όλα είχαν φύγει χωρίς να πάρουν τις βέργες τους από την Ταβέρνα Τζακομπέλι, που ήταν απαραίτητες για το καθάρισμα και όπλιση των τουφεκιών εκείνης της περιόδου. Απ’ αυτή την άποψη, η απροσδόκητη επίθεση της περιπολίας προκάλεσε μεγάλη ζημιά στην αποτελεσματικότητα της ομάδας. Αλλά την ίδια στιγμή η επέμβασή τους έκανε τους αναρχικούς να κινηθούν, πριν ετοιμαστεί η παγίδα που ετοίμαζε ο υπουργός Nicotera. Έτσι τουλάχιστον η συμμορία Matese μπόρεσε να υλοποιήσει μέρος των πράξεων που είχε σχεδιάσει. Θα ταίριαζε να πούμε εδώ ότι ουδέν κακό αμιγές καλού, όπως λέει η παροιμία.
Τα ξημερώματα της 5ης Απριλίου 1877 βρίσκουν την ομάδα των αναρχικών να βαδίζει βόρεια. Ήθελαν να φύγουν όσο πιο μακριά γινόταν από τις αστυνομικές δυνάμεις που τους ακολουθούσαν και να πάνε στα πιο απομονωμένα χωριά, όπου θα απαιτούνταν κάποιος χρόνος να περάσει ώσπου να σημάνει συναγερμός. Ο καιρός, πάντως, δε βοηθούσε. Αυτή την περίοδο του χρόνου τα βουνά του Matese ήταν καλυμμένα με χιόνι, κι όσο πιο ψηλά πήγαινε κανείς, τόσο χαλούσε ο καιρός. Το κρύο και η δυσκολία διασφάλισης σταθερής ποσότητας τροφής ήταν για σημαντικό κομμάτι της αποστολής ο βασικότερος εχθρός των εξεγερμένων. Την ομάδα καθοδηγούσαν οι Καφιέρο, Μαλατέστα και Πιέτρο Τσέζαρε Τσετσαρέλι, και η ηγεσία άλλαζε κυκλικά κάθε 24 ώρες, μια πρώτη, αν και περιορισμένη, κυκλική αλλαγή διοίκησης. Βάδιζαν όλη μέρα μέσα στα βάθη του Matese, όπως και την επόμενη. Στις 7 Απριλίου οι αναρχικοί έφτασαν στην περιφέρεια του Cusano, και έχοντας περάσει τη νύχτα σε μια φάρμα, περιδιάβηκαν τη λίμνη του Matese, πηγαίνοντας προς το χωριό Letino. Μπήκαν στο χωριό στις 10 το πρωί της 8ης Απριλίου, Κυριακή, κουβαλώντας μια τεράστια μαύρη και κόκκινη σημαία, και δέχτηκαν ζητωκραυγές από τους ανθρώπους μέσα σε κλίμα έκπληξης και χαράς. Κατά τύχη το Συμβούλιο ήταν σε εξέλιξη εκείνη την ώρα στο Δημαρχείο και συζητούσε εκείνη τη στιγμή τι να κάνουν με κάποια παλιά όπλα που είχαν κατασχεθεί από λαθροκυνηγούς. Οι διεθνιστές ήρθαν πάνω στην ώρα για να τα επιτάξουν, και να τα διανέμουν στο λαό, μαζί με τουφέκια από την Εθνοφρουρά.
Προχώρησαν έπειτα σε πράξεις μεγαλύτερης σημασίας.
Οι εξεγερμένοι δήλωσαν δημόσια ότι ο Βασιλιάς Vittorio Emanuele ο Δεύτερος εκθρονίζεται, και έσπασαν την εικόνα του σε κομματάκια. Έπειτα έκαψαν όλα τα δημόσια έγγραφα της Περιφέρειας σε μια μεγάλη φωτιά στην πλατεία: λίστες ιδιοκτησίας, φορολογικά αρχεία, υποθήκες κτλ., για να συμβολίσουν την κατάργηση των δικαιωμάτων του κράτους και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Τέλος, κατέστρεψαν τα μέτρα που ήταν τοποθετημένα στους μύλους, για να υπολογίζουν το μισητό φόρο στο σιτάρι.
Πίσω απ’ αυτές τις πράξεις βρίσκονται ιδεολογικοί λόγοι. Ο Καφιέρο ανέβηκε στην εξέδρα ενός μεγάλου σταυρού (που αντικαταστάθηκε από τη μαύρη και κόκκινη σημαία) για να εξηγήσει στο πλήθος μιλώντας την τοπική διάλεκτο, τις αρχές της κοινωνικής επανάστασης, μαζί με τους σκοπούς και τις μεθόδους της.
Γίναν όλα μέσα σε κλίμα συμπάθειας και ενθουσιασμού από τους ανθρώπους του χωριού. Σε τέτοιο βαθμό που ακόμα κι ο παπάς, Don Raffaele Fortini, προχώρησε τόσο πολύ ώστε να πει ότι το Ευαγγέλιο και ο σοσιαλισμός ήταν το ίδιο πράγμα, δείχνοντας προς τους διεθνιστές και δεχόμενος τα χειροκροτήματα όλων.
Η ομάδα έφυγε απ’ το Letino γύρω στη 1 το απόγευμα και πορεύθηκε προς το γειτονικό χωριό του Gallo, που βρισκόταν πέντε χιλιόμετρα μακριά. Αλλά πριν φτάσει εκεί συνάντησε έναν άλλο παπά: τον παπά της ενορίας του Gallo. Ίσως από περιέργεια, ίσως από φόβο, αυτός ήθελε να ξέρει τις προθέσεις της ομάδας και σταμάτησε για να συζητήσει με τους αναρχικούς. Άνοιξε και το χιτώνα του, δείχνοντας τη βρωμιά που είχε από κάτω, για να τους δείξει ότι ήταν κι αυτός εκμεταλλευόμενος όπως κι οι άλλοι.
Σε κάθε περίπτωση, όταν κατάλαβε περί τίνος πρόκειται (κατά τα λεγόμενά του: αλλαγή κυβέρνησης και κάψιμο εγγράφων) γύρισε αρκετά ευτυχισμένος για να καθησυχάσει τους συγχωριανούς του και, για να είναι σίγουρος, να κλειστεί στο σπίτι του.
Οι αναρχικοί έφτασαν στο Δημαρχείο του Gallo γύρω στις 2 το απόγευμα. Ο Μαλατέστα πυροβολώντας έσπασε τις κλειδαριές και μπήκαν μέσα για να επαναλάβουν ό,τι έκαναν και στο Letino. Η μόνη διαφορά ήταν η διανομή στο χωριό του μικρού χρηματικού ποσού που είχε ο Έφορος. Όλα έγιναν, όπως πριν, με ενθουσιασμό και χωρίς κανενός είδους δυσκολία.
Αλλά οι κυβερνητικοί στρατιώτες, αν και ήταν αθέατοι, δεν είχαν μείνει με σταυρωμένα τα χέρια. Υπό τη διοίκηση του Στρατηγού De Sanget περίπου 12.000 άνδρες είχαν πολιορκήσει όλη τη περιοχή του Matese: τρεις λόχοι τυφεκιοφόρων στα νότια, ένα σύνταγμα πεζικού στα βόρεια, και άλλες δυνάμεις από Καμπομπάσο, Ισέρνια, Καζέρτα, Μπενεβέντο και Νάπολη. Έτσι, οι Διεθνιστές, φεύγοντας από το Gallo, βρέθηκαν πρακτικά και αναπάντεχα περικυκλωμένοι.
Σε όποια κατεύθυνση και αν στράφηκαν για να βρουν κάποιο χωριό να καταλάβουν, αντιμετώπισαν φρουρές στρατιωτών και έπρεπε να φύγουν πίσω πάνω στα ίχνη τους για να αποφύγουν τον εντοπισμό τους. Ο κακός καιρός επιδείνωνε περαιτέρω την κατάσταση. Μια φοβερή νεροποντή από βροχή μαζί με χιόνι τους έφερε προ εκπλήξεως, όχι μακριά από το Gallo, μουσκεύοντας τα όπλα τους και τα πυρομαχικά και κάνοντας το περπάτημα δυσκολότερο από ποτέ. Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά.
Οι άνδρες πέρασαν όλη την 9η και 10η του μηνός ψάχνοντας ένα μέρος να κρυφτούν και να διασπάσουν την περικύκλωση, αλλά χωρίς επιτυχία. Ήταν κουρασμένοι, πεινασμένοι και μουσκεμένοι απ’ τη βροχή, που δε φαινόταν ότι θα καταλάγιαζε. Τα τουφέκια ήταν τώρα άχρηστα, και η έλλειψη ράβδων, που είχαν μείνει πίσω στο San Lupo, σήμαινε ότι δε μπορούσαν να καθαριστούν ή να ξαναγεμιστούν. Σ’ αυτές τις συνθήκες ακόμα και μια τελική αναμέτρηση ήταν αδύνατη.
Στις 11 Απρίλη η ομάδα βρήκε επιτέλους ένα μέρος να ξεκουραστεί, 3 μίλια μακριά απ’ το Letino, στη φάρμα Concetta, και αποφάσισαν να σταματήσουν εκεί για να φάνε. Σκέφτηκαν να περιμένουν ώσπου ο καιρός να φτιάξει, και μετά να προσπαθήσουν, για άλλη μια φορά, να ξεφύγουν απ’ το δίχτυ των κυβερνητικών στρατιωτών. Αλλά αυτό έμεινε μόνο στα σχέδια, αφού ένας αγρότης, προσβλέποντας στην ανταμοιβή, έδωσε πληροφορίες στους στρατιώτες, και στις 12 Απρίλη ένα απόσπασμα τυφεκιοφόρων εισέβαλε στο σπίτι, αιφνιδιάζοντας τους αναρχικούς.
Λόγω της κατάστασης των ανδρών και των όπλων τους, δεν υπήρχε καμία αντίσταση. Η εξέγερση του Matese είχε τελειώσει.
Οι κρατούμενοι στάλθηκαν σε διάφορες φυλακές της περιφέρειας και, σύντομα, συγκεντρώθηκαν όλοι στις φυλακές S. Maria Capua Vetere περιμένοντας τη δίκη. Το αποτέλεσμα ήταν παραπάνω από φανερό στην αρχή: ο Nicotera, Υπουργός Εσωτερικών, σε ένα κύμα αντι-αναρχικής υστερίας, προβλεπόμενο λόγω της παρέμβασης του δεξιά σκεπτόμενου Τύπου, σκόπευε να δικάσει όλη την ομάδα σε στρατιωτικό δικαστήριο. Σ’ αυτή την περίπτωση προφανώς θα υπήρχε μία κατάληξη, το εκτελεστικό απόσπασμα.
Το ότι τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι οφείλεται, προφανώς, στη μεσολάβηση της κόρης του Carlo Pisacane, Sylvia, η οποία (συμπτώσεις της ζωής!…) είχε υιοθετηθεί λίγο πριν, από τη Μεγαλειότητά του τον Υπουργό. Ο τελευταίος (πάλι οι συμπτώσεις της ζωής!) υπήρξε και σύντροφος στα όπλα του σοσιαλιστή επαναστάτη Carlo Pisacane στην αποστολή Sapri. Μια αμαρτία στα νιάτα του, αποδεδειγμένα, αλλά έσωσε το τομάρι του Μαλατέστα και των άλλων.
Πάντως, τα προβλήματά τους δε λύθηκαν. Αν και η πιθανότητα μιας συνοπτικής δίκης είχε απομακρυνθεί, οι κατηγορίες ακόμα περιελάμβαναν μια λίστα εγκλημάτων που προμήνυαν κάτι κακό. Η προκαταρκτική έρευνα τελείωσε στις 27/12/1877, με τις ακόλουθες κατηγορίες:
α) Ενάντια σε όλους τους συλληφθέντες, περιλαμβανομένων και αυτών από το Pontelandolfo και Solopaca, το έγκλημα της συνωμοσίας με αντικείμενο την απομάκρυνση και καταστροφή της μορφής κυβέρνησης, ενθάρρυνση του λαού να οπλιστεί ενάντια στις δυνάμεις του Κράτους, πρόκληση εμφύλιου πολέμου, προτροπή για πόλεμο ανάμεσά τους και καταστροφή, μακελειό και ληστεία μιας ολόκληρης τάξης.
β) Ενάντια στους 26 που πραγματοποίησαν τις δράσεις στο S. Lupo, Gallo και Letino, επιπρόσθετα, τα εγκλήματα της δράσης σε ένοπλη ομάδα με αντικείμενο τους παραπάνω σκοπούς, και κοινή συμμετοχή στα εγκλήματα του εσκεμμένου τραυματισμού από πυροβόλα όπλα των Antonio Santamaria και Pasquale Asciano, καραμπινιέρων, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους: τραύματα που προκάλεσαν τη μόνιμη αναπηρία στον ένα μηρό του Asciano, και μετά από σαράντα μέρες, το θάνατο του Santamaria.
Ευτυχώς για τους κατηγορούμενους, ο Βασιλιάς Vittorio Emanuele πέθανε στις 9 Ιανουαρίου, και ο διάδοχός του, Umberto ο 1ος (που όπως όλοι ξέρουν ήταν ένας καλός βασιλιάς) έδωσε αμνηστία στη χώρα, που περιελάμβανε και πολλά πολιτικά εγκλήματα. Και, έτσι, η μακρά λίστα κατηγοριών ενάντια στη συμμορία Matese μειώθηκε.
Η δίκη διεξήχθη στο Δικαστήριο της Ασσίζης στο Μπενεβέντο και ξεκίνησε στις 14 Αυγούστου 1878.
Πραγματοποιήθηκε εν μέσω λαϊκής συμπάθειας για τους κατηγορούμενους, της ίδιας συμπάθειας που τους περιέβαλλε όταν έκαιγαν τα δημόσια έγγραφα στο Letino και στο Gallo. Οι αναρχικοί σύντομα αποδείχθηκε ότι ήταν σκληρά καρύδια για το δημόσιο κατήγορο. Έξυπνοι, καλά προετοιμασμένοι, σίγουρα για τη σκέψη τους, απάντησαν αμέσως στους δικαστές, τους αμφισβήτησαν, και δεν έχασαν ευκαιρία να προπαγανδίσουν τις δικές τους ιδέες για ισότητα και ελευθερία. Σ’ αυτό τους βοήθησαν και οι ικανοί δικηγόροι της υπεράσπισης, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο τότε πολύ νεαρός, αλλά ήδη καταρτισμένος, Severio Merlino, που ήταν επίσης αναρχικός.
Για να αντιμετωπίσει τη δική τους γραμμή υπεράσπισης, που ήταν νομικά μη-αμφισβητήσιμη, ο Προϊστάμενος Εισαγγελέας Forni υποχρεώθηκε να συγκεντρώσει όλες τις δολοφονικές ενέργειες στους πυροβολισμούς της 4ης Απριλίου, και στον επακόλουθο θάνατο του διάσημου καραμπινιέρου. Υποστήριξε ότι οι αντάρτες πυροβόλησαν και σκότωσαν εσκεμμένα, από αιμοβορία. Οι Καφιέρο και Μαλατέστα απάντησαν σθεναρά σ’ αυτή την τερατωδώς διογκωμένη κατηγορία και οι δικηγόροι υπεράσπισης έδειξαν ότι, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο θάνατος δεν προήλθε από τις σφαίρες των αναρχικών αλλά από την επακόλουθη μόλυνση (με άλλα λόγια ο δύστυχος στρατιώτης δε δέχτηκε σωστή περίθαλψη). Η σκοτεινά δραματική φιγούρα του αναρχικού δολοφόνου έγινε ακόμα πιο αντιφατική, όπως και τα επιχειρήματα του εισαγγελέα που στηρίζονταν, αλλά και πρόβαλλαν αυτήν την εικόνα.
Η ετυμηγορία ανακοινώθηκε στις 25 Αυγούστου, μετά από 1 ώρα και ένα τέταρτο συζήτησης. Οι ένορκοι κήρυξαν τους κατηγορούμενους αθώους για το θάνατο του καραμπινιέρου και εφάρμοσαν την αμνηστία στις άλλες κατηγορίες. Η συμμορία Matese απαλλάχτηκε και αφέθηκε ελεύθερη. Ήταν η ετυμηγορία που περίμενε ο λαός. Ένα πλήθος δύο χιλιάδων καλωσόρισε τους αναρχικούς, χειροκροτώντας τους, μόλις βγήκαν από τις φυλακές, ένα απτό σημάδι της απήχησης που είχε η προπαγάνδα με την πράξη ανάμεσα στους καταπιεσμένους εκείνης της περιόδου. Ένας ανταποκριτής της Corriere del Mattino της Νάπολης συμπέρανε στο σχετικό άρθρο του την επόμενη μέρα: Μια δίκη σαν κι αυτή σε κάθε επαρχία, και η κυβέρνηση θα σκοτωνόταν με τα ίδια της τα χέρια.
R. Brosio
Δημοσιεύτηκε στη Rivista Anarchica, Ιούνιος 1972.
(Μεταφρασμένο από το αγγλικό κείμενο στο Cienfuegos Press Anarchist Review, τ. 5, σ. 37-39, μετάφραση: Α. Hunter)
Μετάφραση- απόδοση: Αναρχικός Πυρήνας ΞΑΝΑ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ