Αναδημοσίευση από : https://libertatiasquat.blogspot.com/2019/01/t.html?m=1&fbclid=IwAR1sAg-tTisUg0UAGlqREigqRcEVA7rhX-W0laYVN0SFF7iJuZuZpxO80jU 

Ένα από τα βασικά διαχρονικά προτάγματα του αναρχικού κινήματος υπήρξε αυτό της διεθνιστικής αλληλεγγύης. Στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον του καπιταλισμού το συγκεκριμένο πρόταγμα μοιάζει πιο επίκαιρο από ποτέ. Γι’ αυτό θεωρήσαμε σημαντικό να τοποθετηθούμε για την πρόσφατη εκλογική νίκη (28/10) του ακροδεξιού υποψηφίου Μπολσονάρο με το Φιλελεύθερο Κοινωνικό Κόμμα στις εκλογές στην Βραζιλία, αλλά και την ορκωμοσία του στη συνέχεια ως πρόεδρος (1/1), εκφράζοντας παράλληλα την αλληλεγγύη μας στα αγωνιζόμενα κομμάτια του βραζιλιάνικου λαού.

Με ποσοστά άνω του 50% στις πλουσιότερες περιοχές της χώρας (νότιες και νοτιοανατολικές πολιτείες) και με μια εκλογική βάση αποτελούμενη ως επί το πλείστον από άντρες με υψηλότερα εισοδήματα, ο Μπολσονάρο εκφράζει μια γενικότερη τάση συντηρητικοποίησης. Με προκλητικές –α λα Τραμπ- δηλώσεις του τύπου ότι «θα δώσει τέλος σε όλους τους ακτιβισμούς» κι ότι «όλοι οι αριστεροί πρέπει να τουφεκιστούν» προοικονομεί την επιθετική του στάση απέναντι στα κινήματα και τους αγωνιστές. Χαρακτηριστικό είναι ότι στις πρώτες του δηλώσεις μετά την εκλογή του περιέγραψε τα κινήματα των αστέγων και των ακτημόνων αγροτών ως «τρομοκρατικά», δείχνοντας από νωρίς τις διαθέσεις του απέναντι στα φτωχότερα και πιο καταπιεσμένα στρώματα της Βραζιλίας. Η στάση αυτή συνοδεύεται και από τον σεξισμό, την ομοφοβία και τον γενικότερο ρατσισμό που εκφράζει απέναντι στο γυναικείο φύλο, τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, τους ιθαγενείς πληθυσμούς και τους μαύρους. Τα κινήματα, λοιπόν, μαζί με τις μειονότητες αποτελούν μόνιμους στόχους μιας πολιτικής που περιλαμβάνει στην ατζέντα της την στρατιωτικοποίηση της δημόσιας ζωής, την σύσφιξη των σχέσεων με τις ΗΠΑ και μια σειρά νεοφιλελεύθερων μέτρων, όπως την μείωση συντάξεων, την κατάργηση της εργατικής νομοθεσίας, των συλλογικών συμβάσεων και της δημόσιας ασφάλισης, μέτρα που θα συνοδεύονται με μια γενικότερη πολιτική ιδιωτικοποιήσεων, πιστοποιώντας μια ευρύτερη ταξική και κοινωνική επιθετικότητα κράτους και κεφαλαίου.

Η επιθετικότητα αυτή ενσαρκώνεται τόσο από την εκλογή Μπολσονάρο που εκπροσωπεί ξεκάθαρα και ωμά τον διαχρονικό ανεπαναστατικό ρόλο του φασισμού όσο και από την ένταση φαινομένων ρατσιστικής και φασιστικής βίας. Από τη μια διαχειριστής της εξουσίας αναλαμβάνει ένας πολιτικός –και πρώην στρατιωτικός- που υπερασπίζεται ανοιχτά την στρατιωτική δικτατορία της περιόδου 1964-85 και τα βασανιστήρια και τις δολοφονίες που αυτή διέπραξε και από την άλλη ολόκληρες κοινωνικές ομάδες βρίσκονται στο στόχαστρο του συστήματος και παραστρατιωτικών και φασιστικών ομάδων κρούσης. Συγκεκριμένα, το 2017 δολοφονήθηκαν λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού 445 άτομα (ένα κάθε 19 ώρες), νούμερα αυξημένα κατά 30% σε σχέση με το 2016. Επίσης, οι μαύροι παρόλο που αποτελούν το 8% του συνολικού πληθυσμού, βρίσκονται πρώτοι στη λίστα θυμάτων ανθρωποκτονιών με ποσοστό 71%. Η έμφυλη βία βρίσκεται κι αυτή σε έξαρση, καθώς από τις 4.539 δολοφονίες γυναικών την περασμένη χρονιά, οι 1.133 σχετίζονταν με το φύλο τους. Χαρακτηριστικά πρόσφατα παραδείγματα των φαινομένων αυτών αποτελούν οι αυξανόμενες επιθέσεις από οπαδούς του Μπολσονάρο λίγο πριν τις εκλογές με αποκορύφωμα την δολοφονία του δασκάλου καποέιρα Μοά ε Κατεντέ στην πόλη Σαλβαδόρ, αλλά και η δολοφονία τον περασμένο Μάρτιο στο Ρίο ντε Τζανέριο της Μαριέλλε Φράνκο, η οποία συμπύκνωνε ό,τι μισούν οι φασίστες: ήταν μαύρη, λεσβία, φεμινίστρια και αριστερή.
Η εκλονική νίκη του Μπολσονάρο, όμως, αποτελεί και μια επισφράγηση μιας διαφορετικής στρατηγικής από το βραζιλιάνικο κεφάλαιο και την αλλαγή στη σχέση του με το κράτος. Από το 1930 η ανάπτυξη της εγχώριας οικονομίας είχε το κράτος ως βασικό της εργαλείο, με τις μεγαλύτερες βιομηχανίες της χώρας να βρίσκονται υπό κρατικό έλεγχο. Παρά την επάνοδο του δημοκρατικού καθεστώτος το 1988 («Νέα Δημοκρατία»), η σχέση αυτή δεν άλλαξε, αλλά αντίθετα δημιούργησε νέες πολιτικές συνθήκες. Στόχος παρέμεινε η είσοδος σε κρατικές υπηρεσίες και επιχειρήσεις και το κυνήγι κρατικών ενισχύσεων (νόμιμων ή παράνομων) για όλες τις πολιτικές δυνάμεις. Έτσι, καθώς οι πολιτευόμενοι εκλέγονταν με κόμματα χωρίς σαφή ιδεολογία και γραμμή έχοντας τις παραπάνω επιδιώξεις, οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούσαν το κίνητρο αυτό για να κυβερνούν με βάση μια πολιτικά ετερόκλητη πλειοψηφία (presidencialismo de coalizão). Αποτέλεσμα ήταν η συνέχιση ενός υπερτροφικού κράτους που η διαφθορά ήταν διάχυτη και η διαπλοκή μεταξύ κράτους και κεφαλαίου ξεκάθαρα κραυγαλέα. Με την άνοδο στην εξουσία του Εργατικού Κόμματος του Λούλα το 2003, χρησιμοποιήθηκε ένα μικρό κομμάτι όλης αυτής της κερδοφορίας για κοινωνικές παροχές προς τα φτωχότερα στρώματα. Το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2008 δεν μπορούσε να μην επηρεάσει και τη Βραζιλία. Το ίδιο διάστημα που ξεσπούσε το σκάνδαλο διαφθοράς «Πλυντήριο Αυτοκινήτων», η κυβέρνηση Τέμερ ψήφιζε νομοσχέδια που έπαιρναν πίσω κοινωνικές παροχές και διόγκωναν τις κατασταλτικές εξουσίες του κράτους. Το σκάνδαλο εισχώρησε σε όλα τα κλιμάκια της πολιτικής ζωής και ο Μπολσονάρο παρουσιάστηκε στις τελευταίες εκλογές ως σωτήρας για τη χώρα, εκπροσωπώντας τις νέες στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου.
Αυτή τη στιγμή στην Βραζιλία συντελείται μια αναδιαμόρφωση των ρόλων εξουσίας των κυρίαρχων τάξεων τόσο εσωτερικά (συμπεριλαμβανομένου και του παράνομου κεφαλαίου, όπως του ναρκεμπορίου) όσο και εξωτερικά ως προς τις σχέσεις του με τις ΗΠΑ και το ρόλο της χώρας σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη της Λατινικής Αμερικής. Για να μπορέσει να γίνει αυτή η μετάβαση βαθαίνει και επεκτείνεται το καθεστώς εξαίρεσης, οι εξουσίες της κρατικής μηχανής αυξάνονται και εισχωρούν όλο και περισσότερο στο κοινωνικό σώμα, ενώ οι ταξικές αντιθέσεις οξύνονται με μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού να βυθίζεται στην φτώχεια και την εξαθλίωση. Μια πορεία που αποτελεί προϊόν της μορφής του ίδιου του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος και δεν καθορίζεται από το κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία.
Γι’ αυτό ακριβώς, το ζήτημα δεν είναι η επιλογή μεταξύ ενός σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου ή έστω ενός μοντέλου με το κράτος βασικό πρωταγωνιστή της οικονομίας και ενός νεοφιλελεύθερου μοντέλου διαχείρισης. Και τα δυο έχουν τη διαφθορά διάχυτη, αυξάνοντας και αναβαθμίζοντας παράλληλα τις εξουσίες του κράτους-αστυνόμου και την καταστολή των καταπιεσμένων και των αγωνιστών. Ζήτημα είναι η συνολική απόρριψη του κράτους και του καπιταλιστικού συστήματος ως πηγές της αδικίας, της φτώχειας, των πολέμων. Μια σκιαγράφηση του νέου υπουργικού συμβουλίου είναι αρκετή για να καταδείξει τις «αλλαγές» που επέρχονται στο πολιτικό σκηνικό της Βραζιλίας.
Το νέο υπερ-υπουργείο Οικονομικών αναλαμβάνει ο Πάουλο Γκέντζες, απόφοιτος της Σχολής του Σικάγο και συνεργάτης των ChicagoBoys, εισηγητών του νεοφιλελεύθερου δόγματος, με πρώτο πειραματόζωο την Χιλή επί δικτατορίας Πινοτσέτ. Το υπουργείο Γεωργίας αναλαμβάνει η Τερέζα Κριστίνα ντα Κόστα που είχε πρωτοστατήσει στην ψήφιση νόμου στην Βουλή για την απελευθέρωση της χρήσης τοξικών φυτοφαρμάκων, ενώ για την εκλογική της καμπάνια έλαβε δωρεές από 12 μεγαλοεπιχειρηματίες της αγροτοβιομηχανίας. Δεν μπορούμε να μην συνδέσουμε το γεγονός αυτό τόσο με τις πρόσφατες δηλώσεις Μπολσονάρο για την συμφωνία για το κλίμα όσο και με την εντεινόμενη αποψίλωση του δάσους του Αμαζονίου, του κύριου πνεύμονα οξυγόνου για τον πλανήτη μας. Την ίδια στιγμή υπουργός Προεδρίας θα διοριστεί ο Όνιξ Λορενζόνι, ο οποίος σχετίζεται με τον αγροτοβιομηχανικό όμιλο Cosan, ενώ πρόσφατα ομολόγησε πως πήρε 100.000 δολάρια από την εταιρεία-κολοσσό εξαγωγής κρέατος JBS και εκκρεμούν εναντίον του κατηγορίες για δωροδοκία και από την Odebrecht. Οι σχέσεις, δηλαδή, με το μεγάλο κεφάλαιο της χώρας είναι ξεκάθαρες, όπως και η εμπλοκή σε διαφόρων ειδών σκάνδαλα. Ακόμα και για τον νέο υπουργό Δικαιοσύνης Σέρτζιο Μόρο που πρωτοστάτησε στην υπόθεση «Πλυντήριο Αυτοκινήτων» και την πρωτόδικη καταδίκη για διαφθορά του Λούλα, κεφαλαιοποιώντας πολιτικά τον ρόλο του, υπάρχουν στοιχεία για πιθανή παράνομη χρηματοδότηση της προεκλογικής του εκστρατείας.
Η άλλη όψη της επερχόμενης κυβέρνησης είναι φυσικά η καταστολή, ο ρατσισμός, εντέλει ο ολοκληρωτισμός της. Υπουργός Άμυνας αναλαμβάνει ο απόστρατος στρατηγός Φερνάντο Αζεβέδο ε Σίλβα, πρώην αρχηγός του στρατού που χαρακτηρίζει το πραξικόπημα του 1964 ως «κίνημα». Επίσης, επικεφαλής του Συμβουλίου Ασφαλείας έχει τοποθετηθεί ο Αουγκούστο Ελένο που υπερασπίζεται την απόλυτη ελευθερία στρατού και αστυνομίας να σκοτώνουν και έχει χαρακτηρίσει την οριοθέτηση ιθαγενικών εδαφών ως «απειλή για την εθνική κυριαρχία». Και φυσικά μπορούμε να προσθέσουμε τις πρόσφατες εισβολές της αστυνομίας σε πανεπιστημιακούς χώρους με το πρόσχημα του νέου νόμου κατά της «κομματικής προπαγάνδας», οι οποίες συνοδεύτηκαν από ντου σε αίθουσες διδασκαλίας, κατέβασμα αντιφασιστικών πανό, ακόμα και απαγόρευση αντιφασιστικών εκδηλώσεων. Η καταστολή αποκτά περαιτέρω νομικά πλαίσια για να μπορεί να εφαρμοστεί, όπως με τον νόμο που εισηγείται ο γιος του Μπολσονάρο για απαγόρευση του κομμουνισμού και φυλάκιση των υποστηρικτών του από 2 έως 5 χρόνια.
Ως απάντηση στην αυξανόμενη δημοτικότητα του Μπολσονάρο, το Εργατικό Κόμμα προέταξε την «αντιφασιστική ενότητα» μπας και μπορέσει να σωθεί εκλογικά (στην συμμαχία τους συμπεριλαμβάνεται και το ΚΚ Βραζιλίας). Κινήσεις γνωστές από την σοσιαλδημοκρατία που σκοπό έχουν την επαναφορά ή την παραμονή στην εξουσία. Όχι μόνο οι σοσιαλδημοκράτες δεν αποτελούν με κανένα τρόπο αντιφασιστική δύναμη, αλλά αντίθετα στρώνουν τον δρόμο στην φασιστική επέλαση πότε χρησιμοποιώντας τον εθνικισμό για να προωθήσουν ευρύτερα συμφέροντα και πότε χτυπώντας τα κινήματα με φασιστικές ομάδες κρούσης. Στην προκειμένη ήλπιζαν ότι αντιφασιστικές διακηρύξεις και η ενίσχυση της παλιάς διαίρεσης αριστερά-δεξιά θα ξέπλυναν τα σκάνδαλα, την διαφθορά και την εκτεταμένη κερδοσκοπία των κυβερνήσεών της. Εντέλει δημιούργησαν ψεύτικα διλήμματα στον βραζιλιάνικο λαό, καθώς η μάχη ενάντια στο φασισμό αποτελεί κομμάτι της συνεχούς αναμέτρησης ενάντια σε κράτος και κεφάλαιο για την συνολική απελευθέρωση. Κι αυτό γιατί ο φασισμός αποτελεί παιδί του καπιταλιστικού συστήματος και σπεύδει κάθε φορά εργαλειακά προς διάσωσή του.
Και η αλήθεια είναι ότι οι προηγούμενες κεντροαριστερές κυβερνήσεις προώθησαν μεθοδικά την ατζέντα της «δημόσιας τάξης» ποινικοποιώντας τους φτωχούς μέσω του αυξανόμενου εγκλεισμού τους (ιδιαίτερα του μαύρου πληθυσμού) και τους αγωνιστές μέσω της εντεινόμενης καταστολής που κορυφώθηκε με την ψήφιση του νέου αντιτρομοκρατικού νόμου από την Ρούσεφ, την ίδια ώρα που αναβαθμίστηκε ο ρόλος του στρατού στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και όσον αφορά την γεωπολιτική της ηπείρου. Παράλληλα, η ατζέντα της ταξικής συμφιλίωσης κατέρρευσε παταγωδώς, αφαιρώντας κοινωνικά δικαιώματα, πολιτικές ελευθερίες και δημόσιες παροχές, πράγματα κατεκτημένα μέσα από ταξικούς-εργατικούς αγώνες δεκαετιών σε παγκόσμια κλίμακα. Ο δρόμος για την επικράτηση του ακροδεξιού-νεοφιλελεύθερου μοντέλου που πρεσβεύει ο Μπολσονάρο είχε ανοίξει από πριν και απλώς οι πρόσφατες εκλογές επικύρωσαν την επικράτησή του.
Εμείς από την μεριά μας, παρότι βρισκόμενοι και βρισκόμενες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, εκφράζουμε την αλληλεγγύη μας στα αγωνιζόμενα κομμάτια του βραζιλιάνικου λαού, που δίνει μάχη ενάντια στην βαρβαρότητα του καπιταλιστικού συστήματος και του σύγχρονου ολοκληρωτισμού. Μια βαρβαρότητα που αποτελεί πραγματικότητα σε παγκόσμιο επίπεδο, έστω κι αν εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο κατά τόπους. Μπορούν, όμως, να στηθούν αναχώματα απέναντι στις εντεινόμενες επιθέσεις κράτους και κεφαλαίου και την φασιστική απειλή. Χρέος μας είναι η ενδυνάμωση της διεθνιστικής αλληλεγγύης, η οργάνωση κι ο αγώνας ενάντια σε εξουσία, καπιταλισμό, φασισμό κι εθνικισμό με ορίζοντα και πυξίδα την κοινωνική επανάσταση, την αναρχία και τον ελευθεριακό κομμουνισμό.
Libertatia – συλλογικότητα για τον ελευθεριακό κομμουνισμό- μέλος της ΑΠΟ-Ο.Σ.

7/1/19