Στις 14 Νοέμβρη μία παρέα ατόμων κλείδωσε τις πόρτες του Πολυτεχνείου απαγορεύοντας την είσοδο σε εκατοντάδες ανθρώπους και επιβάλλοντας ελέγχους ακόμα και σε παιδιά δημοτικού τα οποία επισκέφτηκαν το ίδιο πρωί τον χώρο. Αποφάσισε και διέταξε την απαγόρευση των «κομματικών και πολιτικών οργανώσεων» στο Πολυτεχνείο και την παρουσία αναρχικών-αντιεξουσιαστικών συλλογικοτήτων με τον τρόπο που οι ίδιες επιλέγουν, όπως  παραδέχονται οι ίδιοι στο κείμενό τους.  («Η γενικότερη τοποθέτηση που έλεγε να μην μπουν ούτε σύντροφοι και συντρόφισσες με τις πολιτικές τους οργανώσεις/συλλογικότητες, κάτι που δεν ήταν για μας κύριο σημείο και για αυτό δεν ήταν στην ανακοίνωση, σήμαινε πρακτικά να μην βάλουν τραπεζάκι και να μην έχουν μέσα στην κατάληψη πολιτικό σώμα», από το κείμενο  μετά την εξάτμιση της «κατάληψης»)

Ως αναρχικοί, αγωνιζόμαστε για την κοινωνική και ταξική χειραφέτηση η οποία περνάει μέσα από την πλατιά απεύθυνση στους κοινωνικά και ταξικά καταπιεσμένους. Προωθούμε την οργάνωση των από τα κάτω στις κοινωνικές, ταξικές και πολιτικές οργανώσεις της βάσης προκειμένου να μην είναι η κοινωνία και η τάξη μας έρμαια του κράτους και του κεφαλαίου, για να μην είναι οι αγωνιζόμενοι και η ασφυκτιούσα κοινωνική βάση έρμαια επίδοξων «σωτήρων και λυτρωτών». Με βάση αυτό το σκεπτικό βρισκόμαστε στους αγώνες- και κάθε χρόνο ως συλλογικότητα στο Πολυτεχνείο- και αυτές τις ιδέες προωθούμε με τον τρόπο που επιλέγουμε χωρίς να εκχωρούμε σε κανέναν το δικαίωμα να μας επιβάλλει τη θέλησή του, είτε πρόκειται για κόμμα, είτε πρόκειται για απόκομμα. Θεωρούμε φυσικά  πως η κοινωνική και ταξική χειραφέτηση είναι έργο του ίδιου του κοινωνικού υποκειμένου και όχι φαντασιόπληκτων «λυτρωτών» («σήμαινε λύτρωση της εξέγερσης από την εξουσία, την ιεραρχία και την καθοδήγηση» ό.π.) που καβάλα στα φανταστικά τους άλογα θα μας απελευθερώσουν.

Έχουμε βρεθεί και στο παρελθόν πολλές φορές αντιμέτωποι με επίδοξους ηγεμόνες του Πολυτεχνείου και καπηλευτές της εξέγερσης, άλλοτε μεγαλύτερους κι άλλοτε μικρότερους, οι οποίοι κάθε φορά που επιχειρούσαν να επιβληθούν, αξιοποιούσαν ως αξία χρήσης την Εξέγερση του ‘73, ενώ πρακτικά επεδίωκαν τον αποκλεισμό όλων των υπολοίπων και την εδραίωση της δικής τους κυριαρχίας. Κι έχουμε δώσει μαζί με πολλούς άλλους μάχες ενάντια στην καταστολή και τους κομματικούς στρατούς για να παραμείνει το Πολυτεχνείο ένας χώρος ανοιχτός για χιλιάδες, οι οποίοι κάθε χρόνο και με διαφορετικές αφετηρίες το επισκέπτονται, για να θυμηθούν και να τιμήσουν, για να εμπνευστούν και να αντλήσουν από τα περιεχόμενα της Εξέγερσης του ‘73.

Άλλωστε το μήνυμα εκείνης της εξέγερσης δεν αποτελεί ιστορικό απολίθωμα, αλλά συνέχισε να εμπνέει τους αγώνες στα χρόνια της μεταπολίτευσης συμβολίζοντας την άρνηση της ειρήνευσης, της αφομοίωσης και της συνθηκολόγησης. Το Πολυτεχνείο έγινε διαχρονικά χώρος συνάντησης κοινωνικών, ταξικών και πολιτικών υποκειμένων, πεδίο συλλογικοποίησης της αντίστασης μέσα από συνελεύσεις, καταλήψεις, συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής. Γεγονότα που άλλοτε πυροδότησαν και άλλοτε συμμετείχαν σ’ αυτά αναρχικοί, όπως η κατάληψη του ’90 ενάντια στην αθώωση του μπάτσου Μελίστα για τη δολοφονία του Μ. Καλτεζά, οι μαθητικές ταραχές του 1991-92, η κατάληψη του ’94 μετά την εισβολή της αστυνομίας σε όλες τις καταλήψεις της Αθήνας και τις συλλήψεις αναρχικών στα τραπεζάκια της Πατησίων, η εξέγερση του ’95 που ξεκίνησε ως πράξη αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους και τους εξεγερμένους των φυλακών Κορυδαλλού ως το Δεκέμβρη του ’08 και πλήθος άλλων μικρότερων στιγμών αντίστασης, σημάδεψαν την πορεία των κοινωνικών και ταξικών αγώνων και έγιναν σημεία αναφοράς για τη ριζοσπαστικοποίηση των συνειδήσεων. Δεν κατάφεραν μόνο να σαμποτάρουν τη ρητορική της εξουσίας που ήθελε το Πολυτεχνείο σύμβολο της αστικής δημοκρατίας και ταφόπλακα της εξέγερσης, αλλά δημιούργησαν ρήγματα στην επιβολή της κοινωνικής συναίνεσης, απευθύνθηκαν και κινητοποίησαν ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις. Η προκρούστεια παραχάραξη και ιδιοποίηση αυτών των αγώνων και των εξεγέρσεων, που αποτελούν συλλογικό πεδίο, για τη δικαιολόγηση της εξουσιαστικής επιβολής πάνω σε αγωνιζόμενους ανθρώπους και την εξυπηρέτηση μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων αποτελεί ωμή σκύλευση.Μικροπολιτικές σκοπιμότητες  που εκδηλώθηκαν μέσω της απαγόρευσης πρόσβασης στο Πολυτεχνείο προς οποιονδήποτε δεν αποδεχόταν τους όρους που έθεσε μία περιστασιακή μάζωξη.  Με διακηρύξεις, που μεταξύ άλλων δεν έκαναν άλλο παρά να αναπαράγουν μια καθεστωτικής έμπνευσης «αντι-πολιτική», η οποία αποτελεί το καμουφλάζ για την απόλυτη κυριαρχία του συγκαλυμμένου πολιτικού τακτικισμού, των κατά τα άλλα δήθεν «αντιπολιτικών». Η διαστρέβλωση και ο ευτελισμός του αναρχικού απελευθερωτικού προτάγματος σε υπόθεση μιας προσωρινής παρέας που αποφασίζει και διατάσσει, η μετατροπή της εξέγερσης σε καρικατούρα, οι απειλές και οι βρισιές σε όποιον δεν ταίριαζε οπτικά στο παρεάκι , η απαγόρευση εισόδου στο Πολυτεχνείο σε αγωνιστές που έχουν δώσει το αίμα τους μέσα σε αυτό, δυστυχώς, δεν αποτελούν κεραυνό εν αιθρία. Πρόκειται για την αντικειμενική συνέχεια μίας εξουσιαστικής κατρακύλας, στην οποία θεωρείται από κάποιους σχεδόν αυτονόητη η εφαρμογή της βασικής εξουσιαστικής «αρχής»: της δύναμης του κατά συνθήκη ισχυρού απέναντι σε όσους θεωρεί  κατά περίσταση αδύναμους.

Όχι μόνο δεν είναι αυτονόητη αυτή η επιβολή, αλλά αντίθετα κατά κανένα τρόπο δεν συνδέεται με εμάς, κι από τη θέση μας μέσα στον αναρχικό αγώνα την αντιμαχόμασταν και θα την αντιμαχόμαστε πάντα. Αυτή η επιβολή είναι η υλική έκφραση μιας βαθιά αντικοινωνικής, ελιτίστικης και αντικινηματικής αντίληψης, η οποία ανεξάρτητα από την φρασεολογία που χρησιμοποιεί, αντιμετωπίζει τους από τα κάτω με τον τρόπο που ορίζουν οι εξουσιαστικές ελίτ. Ως «κατώτερους» και «ασήμαντους», ως αξίες χρήσης και ακολουθητές των σχεδίων των εκάστοτε αρχηγών και αρχηγίσκων. Με την ίδια εχθροπάθεια αντιμετωπίζεται και το κίνημα, γιατί αποτελεί το μόνο πραγματικό εμπόδιο στην εξουσιοφρένεια των μικρο-ηγεμόνων που αντί της συλλογικής αυτοοργάνωσης, θέλουν να επιβάλουν την «οργάνωση» των φέουδων και των συμμοριών. Το κίνημα είναι ανοιχτό στην διαπάλη ιδεών και τάσεων και όχι στην υποταγή του σε παραληρηματικούς σχεδιασμούς. Είναι ανοιχτό στους χιλιάδες που υποφέρουν κάτω από την κρατική και καπιταλιστική τυραννία και όχι πεδίο άσκησης εξουσίας, για να επιβάλλει κανείς τα δήθεν «κεκτημένα» του. «Κεκτημένα» που στο προκείμενο έφτασαν στο αδιανόητο σημείο να αναλαμβάνεται η ευθύνη για τον αποκλεισμό αναρχικών συλλογικοτήτων από το χώρο του Πολυτεχνείου Για αυτό και μέχρι σήμερα θεωρούταν κεκτημένο των αναρχικών ότι στις ανοιχτές καταλήψεις και δράσεις δεν βγάζει κανείς το υλικό της πολιτικής του οργάνωσης ή συλλογικότητας» ό.π.)

Το Πολυτεχνείο ήταν και παραμένει ένας χώρος του κινήματος και όχι τσιφλίκι όσων ορίζουν ως καθοδηγητές του τίποτα, ποιος θα κάνει εκδήλωση, τι χαρακτηριστικά θα έχει, αν θα έχει πολιτική παρουσία και πώς θα είναι αυτή. Ο χαρακτήρας του είναι αποτέλεσμα της κινητοποίησης και της παρουσίας πάρα πολλών, αυτών που κάποιοι απίθανοι ελιτιστές της συμφοράς απαξιώνουν ως «πρόβατα». Η παρουσία μας εκεί έχει κερδηθεί, χάρις στην συνεισφορά και τον αγώνα χιλιάδων, τους οποίους κανείς δεν δικαιούται να αποβάλει ή να τους επιβάλει face control, θέτοντάς τους ως προϋπόθεση για την παρουσία τους εκεί την αποδοχή οποιωνδήποτε «όρων» που αποφάσισαν 15 μεταξύ τους. («Πρακτικά σήμαινε, ότι όποιοι ήθελαν μπορούσαν να μπουν αρκεί να ανταποκρινόντουσαν σε δυο πολιτικούς όρους», από το ίδιο κείμενο) Και το γεγονός ότι ο κατασταλτικός στρατός των ΜΑΤ πολύ δύσκολα θα εισβάλλει σε αυτό το χώρο, ότι είναι εφικτό να πραγματοποιούνται συνελεύσεις και εκδηλώσεις εκεί, ότι αποτελεί καταφύγιο και ορμητήριο για τους αγωνιστές οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε αυτή την μαζική αγωνιστική  παρακαταθήκη και σίγουρα όχι σε 10 κάγκελα ή στη «συμβολή» όσων φαντασμένων το αξιοποιούν για να αποκλείσουν όσους δεν είναι σαν τα μούτρα τους.

Ως συλλογικότητα παραμείναμε στο χώρο έξω από το Πολυτεχνείο όπου εδώ και χρόνια προωθούμε υλικό αντιπληροφόρησης κατά τη διάρκεια του τριημέρου. Η υποτιθέμενη «κατάληψη» όπως ήταν αναμενόμενο, όχι μόνο δεν ζωντάνεψε το Πολυτεχνείο, αλλά αποτέλειωνε κατά τη διάρκειά της, την όποια ζωντάνια και μαζικότητα έχει απομείνει στο χώρο έπειτα από δεκαετίες καπηλείας του από τους κομματικούς μηχανισμούς. Το απόκομμα αντικατέστησε την γραμμή της πολλαπλής κομματικής καπηλείας- η οποία ήταν αναγκασμένη χάρις σε αγώνες να μην αποκλείει όσους δεν ποδηγετεί-, με την γραμμή της μίας και μοναδικής καπηλείας, η οποία αποκλείει όσους δεν ποδηγετεί.

Μέσα σε αυτή τη συνθήκη την Πέμπτη 16 Νοεμβρίου έπειτα από κάλεσμα της «Ταξικής Αντεπίθεσης- Ομάδα Αναρχικών-Κομμουνιστών» πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση στην πλατεία Εξαρχείων, η οποία κινήθηκε προς το Πολυτεχνείο και εκατοντάδες μπήκαν μέσα σε αυτό από την πύλη της οδού Στουρνάρη. Η υποτιθέμενη «κατάληψη» απλώς εξαφανίστηκε, κάτω από το βάρος της αδυναμίας της να συγκροτήσει οτιδήποτε πέρα από τον αποκλεισμό. Μόλις αυτός ο αποκλεισμός έπαψε να υπάρχει, έπαψε να υφίσταται και η «κατάληψη», η οποία εξατμίστηκε όταν συνέβη το αυτονόητο, όταν πολλοί σύντροφοι και συντρόφισσες βρέθηκαν στο «φυσικό» τους χώρο, απλώς αδιαφορώντας για τους φετβάδες του «κλειδοκράτορα». Αυτή η αυτονόητη εδώ και χρόνια δυνατότητα συντρόφων και συντροφισσών να βρίσκονται μέσα στο Πολυτεχνείο, είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση και υπό «περιορισμό». Χωρίς να έχουμε αυταπάτες για την συνολική κατάσταση του κινήματος, (και την διαχρονική προβληματική υποκατάσταση των λειτουργιών του από το «χώρο»), από την πλευρά μας δεν μπορούμε παρά να δούμε ως  εκ των ων ουκ άνευ, την παρουσία των αναρχικών και των αγωνιστών στο Πολυτεχνείο. Δεν μας εκπλήσσει φυσικά η επιλεκτική «όραση» εκείνου που μέσα στους εκατοντάδες «ξεχώρισε» κι έκανε «αναγνωρίσεις» προσπαθώντας να συνδέσει τα ασύνδετα, ούτε θεωρούμε πως από την έκκληση για φαγητό και τσιγάρα έλειψε και η αντίστοιχη για γυαλιά πολιτικής μυωπίας.

Εν τέλει, η υποτιθέμενη «αντιπολιτική», συνίσταται στον πολιτικό τακτικισμό συγκεκριμένου ατόμου , το οποίο με μέσο την αποτυχία της προσπάθειάς του για δημιουργίας μονοπωλιακής επιχείρησης και ιδιοκτησιακής χρήσης ενός χώρου αγώνα,  στοχοποιεί και συκοφαντεί συνεχίζοντας την  απελπισμένη προσπάθεια να τεθεί «στο επίκεντρο» με κάθε τρόπο, και κυρίως μέσω της διαρκούς πρόκλησης και της δημιουργίας συνθηκών αντιπαράθεσης, σε μια μάταιη αναζήτηση μιας κάποιας υπόστασης. Ο αποκλεισμός, η επιβολή όρων, οι απειλές,  οι «αναγνωρίσεις», είναι οι εκδηλώσεις αυτής της προσπάθειας δημιουργίας επικίνδυνων για τον αγώνα καταστάσεων και συγκεκριμένα της πρόκλησης σύγκρουσης και της επίθεσης σε ανθρώπους του κινήματος η οποία υποδηλώνεται και επιδιώκεται εδώ και καιρό. (από το ίδιο κείμενο: «Επιπλέον, υπήρχαν σύντροφοι που δεν ήθελαν την φυσική σύγκρουση μέσα στο κίνημα»… δηλαδή υπήρχαν και άλλοι, που την ήθελαν, κάτι που είχε γίνει ξεκάθαρο και σε συνέλευση της προηγούμενης μέρας). Ο απώτερος αντικειμενικός σκοπός της «κατάληψης» λοιπόν, ήταν απλούστατα η τοποθέτηση ενός εχθρικού διλήμματος προς το ίδιο το κίνημα. Ή θα έπρεπε να αποδεχθεί την επιβολή ή θα έπρεπε να κινηθεί λαμβάνοντας υπόψη την προσδοκία για εκτράχυνση της κατάστασης. Είναι η ποιότητα των συντρόφων και των συντροφισσών  και η άρνησή τους να προσχωρήσουν στη λογική του «ισχυρού» που ακύρωσε τόσο την αποδοχή της επιβολής όσο και τις προσδοκίες για εκτράχυνση.

Και, προφανώς,  οι προσδοκίες για «εκτράχυνση»  καθώς και η απονοηματοδότηση του αναρχικού αγώνα είναι εύκολα αναγνωρίσιμες από τους κρατικούς μηχανισμούς, οι οποίοι μπορούν να αξιοποιούν κατά το δοκούν μία συνθήκη, την οποία έχουν δημιουργήσει όσοι σπεκουλάρουν στο φετιχισμό της βίας, στις αντικοινωνικές συμπεριφορές, στον ευτελισμό της αναρχικής θεώρησης και πρακτικής.  Να την αξιοποιούν στην κατεύθυνση της κατασυκοφάντησης του αναρχικού κινήματος -μέσω της αναπαραγωγή της μηντιακής καρικατούρας του «αλλοπρόσαλλα βίαιου και αντικοινωνικού»-, και της επιχείρησης απομόνωσής του από την κοινωνική και ταξική βάση. Είναι οι ίδιοι λοιπόν αποκλειστικά υπεύθυνοι για τη διαρκή υπονόμευση του αγώνα και για την αξιοποίησή της.

Από την πλευρά μας είναι αυτονόητο ότι ούτε οι φανερές και κρυφές απειλές και προκλήσεις μας συγκινούν, ούτε και πρόκειται να ζητάμε την άδεια από κανένα μεγαλομανή για την παρουσία μας στο Πολυτεχνείο και σε οποιοδήποτε χώρο του κοινωνικού και ταξικού αγώνα, και θα συνεχίσουμε να βρισκόμαστε απέναντι στις προσπάθειες του οποιουδήποτε για τη γελοιοποίηση και την καπήλευση της Αναρχίας και της Εξέγερσης.

 

Αναρχική Συλλογικότητα «Κύκλος της Φωτιάς»- μέλος της Αναρχικής Πολιτικής Οργάνωσης

Νοέμβρης/Δεκέμβρης 2017